πορνοστάσιο(ν)

πορνοστάσιο(ν)
το см. πορνείο[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πορνοστάσιο(ν)" в других словарях:

  • πορνοστάσιο — το, Ν πορνείο, μπορδέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + στάσιο (< στάτης < ίστημι), πρβλ. οπλο στάσιο] …   Dictionary of Greek

  • -στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»